- ἐπανθίσματα
- ἐπάνθισμαefflorescenceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιραμπιλίτης — ο (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο ορυκτό τού νατρίου το οποίο σχηματίζει επανθίσματα και επιπάγους ιδίως σε άνυδρες περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mirabilite (< γερμ. Μirabilit < mirabilis) + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek